- ἀναμιγνύναι
- ἀναμῑγνύναι , ἀναμίγνυμιmix uppres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόπιστος — ἑτερόπιστος, ον (ΑΜ) οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος («τοῑς ἑτεροπίστοις ἑαυτοὺς ἀναμιγνύναι» Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πιστός, πρβλ. ά πιστος, εύ πιστος] … Dictionary of Greek